- βουτυρόμετρο
- τοόργανο με το οποίο μετρούν την περιεκτικότητα του γάλατος σε λιπαρές ουσίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουτυρόμετρο — το όργανο για τη μέτρηση της περιεκτικότητας του γάλακτος σε λιπαρές ουσίες … Dictionary of Greek
βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… … Dictionary of Greek
γαλακτοβουτυρόμετρο — το εργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τών λιπαρών συστατικών τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + βουτυρόμετρο. Η λ. γαλακτοβουτυρόμετρον μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Κυριαζίδη] … Dictionary of Greek